- μεταξάδικο
- τοτο μεταξουργείο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταξάδικο — το 1. μεταξουργείο 2. κατάστημα πώλησης μέταξας ή μεταξωτών υφασμάτων … Dictionary of Greek